- παρασυρόμενος
- παρασῡρόμενος , παρασύρωsweep awaypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τομαζέο, Νικολό — (Tommaseo, Σέμπενιτς, Δαλματία 1802 – Φλωρεντία 1874). Ιταλός συγγραφέας. Από δαλματική οικογένεια, σπούδασε νομικά στην Πάντοβα όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ροσμίνι, του οποίου δέχτηκε την πνευματική επίδραση· ύστερα πήγε στο Μιλάνο, όπου είχε… … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] … Dictionary of Greek
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
Καλαμαριώτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Νησί Μεσσηνίας. 1. Δημήτριος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά και υποστήριξε τη μετάκληση των παλιών αξιωματικών που ζούσαν στα Επτάνησα. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek
Λέιφ, Έρικσον ο Ευτυχής — (Eriksson Leiv den Hepne, 970 – 1021). Νορμανδός θαλασσοπόρος. Ήταν γιος του Έρικ του Ερυθρού, ιδρυτή των σκανδιναβικών εγκαταστάσεων στην Ισλανδία και στη Γροιλανδία. Το 999 επισκέφθηκε τον βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ Τρίγκβασον, μετά από διαταγή … Dictionary of Greek